ἀναπόγραφος

ἀναπόγραφος
ἀναπό-γρᾰφος, ον,
A not registered in the custom-house books, contraband, Poll.9.31; ἀ. μέταλλα unregistered mines, Hyp.Eux.34; not registered in the census, PLond.2.260.29 (i A. D.);

πρόβατα ἀ. BGU338ii6

(ii A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναπόγραφος — η, ο (Α ἀναπόγραφος, ον) [ἀπογράφω] αυτός που δεν είναι γραμμένος σε καταλόγους, αυτός για τον οποίο δεν έγινε απογραφή νεοελλ. (για εμπορεύματα) αυτός που δεν έχει γραφεί στο δασμολόγιο …   Dictionary of Greek

  • ἀναπόγραφον — ἀναπόγραφος not registered masc/fem acc sg ἀναπόγραφος not registered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπογράφων — ἀναπόγραφος not registered masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”